μάρσιππος

μάρσιππος
μάρσιππος
Grammatical information: m.
Meaning: `bag, pouch (for money), purse' (X., LXX, hell. pap.);
Other forms: (codd. also -ιπος, -υπ(π)ος)
Derivatives: Dimin. μαρσίππιον (-ίπιον, -ύπ(π)ιον; Hp., LXX, hell. pap.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word 1of unknown origin'. Lat. LW [loanword] marsup(p)ium, -sip(p)-; s. W.-Hofmann s. v., with lit. The word will be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,178

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάρσιππος — bag masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπποις — μάρσιππος bag masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππου — μάρσιππος bag masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππους — μάρσιππος bag masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππων — μάρσιππος bag masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππῳ — μάρσιππος bag masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπποι — μάρσιππος bag masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιππον — μάρσιππος bag masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • φάγυλοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα υλος (πρβλ. δάκτ υλος, σφόνδ υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՅՈՒՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0595 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 14c գ. μάρσιππος, μαρσιππείον marsupinum, crumena, saccus. Պարկ. քսակ. մախաղ. քէսէ. ... *Իցէ՞ թէ արդարասցի կաշառովք (պիտի ըստ յն. կշռովք) անօրէնն, եւ պայուսակաւ կշռոց նենգութեան.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”